1. Λέξη
    κακομαθημένος (επίθετο) - (παρόμοια: καημένος - καμένος - κακομαθαίνω)
  2. Συνώνυμα
    • αξεδιάλυτος
    • αγενής
    • αναιδής
    3
  3. Αντώνυμα
    • καλομαθημένος
    • ευγενικός
    • εξυπηρετικός
    3
  4. Ορισμός
    • Που δεν έχει καλή συμπεριφορά και δεν σέβεται τους κανόνες.
    • Που έχει αναθραφεί με κακή αγωγή και δείχνει ασέβεια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το κακομαθημένο παιδί έσπαγε τα παιχνίδια των άλλων.
    • Ο κακομαθημένος πελάτης φώναζε στους υπαλλήλους.
    2