Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κακομαθημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
καημένος
-
καμένος
-
κακομαθαίνω
)
Συνώνυμα
αξεδιάλυτος
αγενής
αναιδής
3
Αντώνυμα
καλομαθημένος
ευγενικός
εξυπηρετικός
3
Ορισμός
Που δεν έχει καλή συμπεριφορά και δεν σέβεται τους κανόνες.
Που έχει αναθραφεί με κακή αγωγή και δείχνει ασέβεια.
2
Παραδείγματα
Το κακομαθημένο παιδί έσπαγε τα παιχνίδια των άλλων.
Ο κακομαθημένος πελάτης φώναζε στους υπαλλήλους.
2