Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαθαίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
μαθαίνουμε
-
μαθαίνομαι
-
παθαίνω
-
κακομαθαίνω
-
μαθαίνονται
-
μπαίνω
)
Συνώνυμα
διδάσκομαι
εκπαιδεύομαι
αποκτώ γνώσεις
3
Αντώνυμα
ξεχνώ
αγνοώ
2
Ορισμός
Να αποκτώ γνώσεις ή δεξιότητες μέσω μελέτης, εμπειρίας ή διδασκαλίας.
Να γίνομαι ενήμερος ή να κατανοώ κάτι.
2
Παραδείγματα
Μαθαίνω ελληνικά για να επικοινωνώ καλύτερα.
Μαθαίνω από τα λάθη μου.
2