1. Λέξη
    μαθαίνω (ρήμα) - (παρόμοια: μαθαίνουμε - μαθαίνομαι - παθαίνω - κακομαθαίνω - μαθαίνονται - μπαίνω)
  2. Συνώνυμα
    • διδάσκομαι
    • εκπαιδεύομαι
    • αποκτώ γνώσεις
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεχνώ
    • αγνοώ
    2
  4. Ορισμός
    • Να αποκτώ γνώσεις ή δεξιότητες μέσω μελέτης, εμπειρίας ή διδασκαλίας.
    • Να γίνομαι ενήμερος ή να κατανοώ κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μαθαίνω ελληνικά για να επικοινωνώ καλύτερα.
    • Μαθαίνω από τα λάθη μου.
    2