Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φαρμακοποιός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κακοποιός
-
φαρμακείο
)
Συνώνυμα
φαρμακοπώλης
φαρμακοβιομήχανος
χημικός
3
Αντώνυμα
ασθενής
αγρότης
ιδιώτης
3
Ορισμός
Επαγγελματίας που ασχολείται με την παρασκευή και πώληση φαρμάκων.
Ειδικός στη χημεία που εργάζεται σε εργαστήριο για την ανάπτυξη νέων φαρμάκων.
2
Παραδείγματα
Ο φαρμακοποιός μου συνέστησε ένα νέο φάρμακο για τον πονόλαιμο.
Η φαρμακοποιός στο νοσοκομείο ετοίμασε τα φάρμακα για τους ασθενείς.
2