1. Λέξη
    φαρμακοποιός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κακοποιός - φαρμακείο)
  2. Συνώνυμα
    • φαρμακοπώλης
    • φαρμακοβιομήχανος
    • χημικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ασθενής
    • αγρότης
    • ιδιώτης
    3
  4. Ορισμός
    • Επαγγελματίας που ασχολείται με την παρασκευή και πώληση φαρμάκων.
    • Ειδικός στη χημεία που εργάζεται σε εργαστήριο για την ανάπτυξη νέων φαρμάκων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο φαρμακοποιός μου συνέστησε ένα νέο φάρμακο για τον πονόλαιμο.
    • Η φαρμακοποιός στο νοσοκομείο ετοίμασε τα φάρμακα για τους ασθενείς.
    2