Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κακοτυχία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κακουχία
-
αποτυχία
)
Συνώνυμα
δυστυχία
ατυχία
αποτυχία
3
Αντώνυμα
τυχηρότητα
ευτυχία
επιτυχία
3
Ορισμός
Η κατάσταση ή η ιδιότητα του να είναι κακότυχος, δηλαδή να βιώνει κακά γεγονότα ή να έχει κακή μοίρα.
Η έλλειψη τύχης ή η τάση για δυσάρεστα γεγονότα στη ζωή κάποιου.
2
Παραδείγματα
Η κακοτυχία τον κυνηθούσε σε όλη του τη ζωή.
Παρόλη την κακοτυχία του, δεν έχασε ποτέ την ελπίδα.
2