1. Λέξη
    κακουχία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κακοτυχία - κακία - κακοδικία)
  2. Συνώνυμα
    • ταλαιπωρία
    • δυστυχία
    • κακοπάθηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευτυχία
    • ανέσεις
    • ευκολία
    3
  4. Ορισμός
    • Η κατάσταση της ταλαιπωρίας ή της δυστυχίας.
    • Η έλλειψη ανέσεων ή ευκολιών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κακουχία που βίωσε κατά τον πόλεμο τον άφησε με βαθιά τραύματα.
    • Οι συνθήκες κακουχίας στο εργοστάσιο οδήγησαν τους εργαζόμενους σε απεργία.
    2