Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κακουχία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κακοτυχία
-
κακία
-
κακοδικία
)
Συνώνυμα
ταλαιπωρία
δυστυχία
κακοπάθηση
3
Αντώνυμα
ευτυχία
ανέσεις
ευκολία
3
Ορισμός
Η κατάσταση της ταλαιπωρίας ή της δυστυχίας.
Η έλλειψη ανέσεων ή ευκολιών.
2
Παραδείγματα
Η κακουχία που βίωσε κατά τον πόλεμο τον άφησε με βαθιά τραύματα.
Οι συνθήκες κακουχίας στο εργοστάσιο οδήγησαν τους εργαζόμενους σε απεργία.
2