1. Λέξη
    κακία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κακοδικία - κακή - κακό - κακουχία - κατοικία)
  2. Συνώνυμα
    • κακοήθεια
    • κακόβουλη διάθεση
    • φθόνος
    3
  3. Αντώνυμα
    • καλοσύνη
    • αγαθότητα
    • φιλανθρωπία
    3
  4. Ορισμός
    • Η ποιότητα του να είναι κανείς κακός ή κακόβουλος.
    • Η τάση να επιδιώκει κανείς το κακό για τους άλλους.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κακία του χαρακτήρα του τον έκανε αντιπαθή στους γύρω του.
    • Δεν μπορούσα να καταλάβω την κακία που κρύβονταν πίσω από το χαμόγελο της.
    2