Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κακία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κακοδικία
-
κακή
-
κακό
-
κακουχία
-
κατοικία
)
Συνώνυμα
κακοήθεια
κακόβουλη διάθεση
φθόνος
3
Αντώνυμα
καλοσύνη
αγαθότητα
φιλανθρωπία
3
Ορισμός
Η ποιότητα του να είναι κανείς κακός ή κακόβουλος.
Η τάση να επιδιώκει κανείς το κακό για τους άλλους.
2
Παραδείγματα
Η κακία του χαρακτήρα του τον έκανε αντιπαθή στους γύρω του.
Δεν μπορούσα να καταλάβω την κακία που κρύβονταν πίσω από το χαμόγελο της.
2