Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κακόκεφη (επίθετο) - (παρόμοια:
κακόκεφος
-
κακό
-
κακός
)
Συνώνυμα
δυσάρεστος
γκρινιάρης
μελαγχολικός
3
Αντώνυμα
χαρούμενος
ευδιάθετος
πρόσχαρος
3
Ορισμός
που έχει κακή διάθεση ή δείχνει δυσαρέσκεια
που χαρακτηρίζεται από μελαγχολία ή ενοχλητικότητα
2
Παραδείγματα
Ο γείτονάς μας είναι πάντα κακόκεφος και δεν χαμογελάει ποτέ.
Μην είσαι τόσο κακόκεφη, προσπάθησε να βρεις κάτι θετικό στη ζωή σου.
2