1. Λέξη
    κακόκεφη (επίθετο) - (παρόμοια: κακόκεφος - κακό - κακός)
  2. Συνώνυμα
    • δυσάρεστος
    • γκρινιάρης
    • μελαγχολικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • χαρούμενος
    • ευδιάθετος
    • πρόσχαρος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει κακή διάθεση ή δείχνει δυσαρέσκεια
    • που χαρακτηρίζεται από μελαγχολία ή ενοχλητικότητα
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο γείτονάς μας είναι πάντα κακόκεφος και δεν χαμογελάει ποτέ.
    • Μην είσαι τόσο κακόκεφη, προσπάθησε να βρεις κάτι θετικό στη ζωή σου.
    2