1. Λέξη
    κακόκεφος (επίθετο) - (παρόμοια: κακόκεφη - κακό)
  2. Συνώνυμα
    • δυσάρεστος
    • γκρινιάρης
    • θυμωμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • χαρούμενος
    • ευδιάθετος
    • πρόσχαρος
    3
  4. Ορισμός
    • Που έχει κακή διάθεση, που είναι ευερέθιστος ή δυσαρεστημένος.
    • Που δείχνει ή εκφράζει κακή διάθεση ή δυσαρέσκεια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο παππούς μου είναι πάντα κακόκεφος το πρωί.
    • Μην του μιλάς τώρα, είναι σε κακόκεφη διάθεση.
    2