Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κακόκεφος (επίθετο) - (παρόμοια:
κακόκεφη
-
κακό
)
Συνώνυμα
δυσάρεστος
γκρινιάρης
θυμωμένος
3
Αντώνυμα
χαρούμενος
ευδιάθετος
πρόσχαρος
3
Ορισμός
Που έχει κακή διάθεση, που είναι ευερέθιστος ή δυσαρεστημένος.
Που δείχνει ή εκφράζει κακή διάθεση ή δυσαρέσκεια.
2
Παραδείγματα
Ο παππούς μου είναι πάντα κακόκεφος το πρωί.
Μην του μιλάς τώρα, είναι σε κακόκεφη διάθεση.
2