Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καμάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καλαμάκι
-
καμάλ
-
καμπανάκι
-
καπάκι
-
καμάρο
-
καμάρι
-
καμ
-
καρφάκι
)
Συνώνυμα
μπαστούνι
ραβδί
ξυλάκι
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μακρύ και λεπτό ξύλο που χρησιμοποιείται για διάφορους σκοπούς, όπως για στήριξη ή για χτυπήματα.
Εργαλείο που χρησιμοποιείται στη ψάρευμα, συνήθως κατασκευασμένο από ελαφρύ υλικό.
2
Παραδείγματα
Ο παππούς στηρίχτηκε στο καμάκι του για να περπατήσει.
Πήρα ένα νέο καμάκι για να πάω ψάρεμα το Σαββατοκύριακο.
2