1. Λέξη
    καμάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καλαμάκι - καμάλ - καμπανάκι - καπάκι - καμάρο - καμάρι - καμ - καρφάκι)
  2. Συνώνυμα
    • μπαστούνι
    • ραβδί
    • ξυλάκι
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μακρύ και λεπτό ξύλο που χρησιμοποιείται για διάφορους σκοπούς, όπως για στήριξη ή για χτυπήματα.
    • Εργαλείο που χρησιμοποιείται στη ψάρευμα, συνήθως κατασκευασμένο από ελαφρύ υλικό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο παππούς στηρίχτηκε στο καμάκι του για να περπατήσει.
    • Πήρα ένα νέο καμάκι για να πάω ψάρεμα το Σαββατοκύριακο.
    2