1. Λέξη
    καλλιέργεια (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καλλιεργεί - περιέργεια)
  2. Συνώνυμα
    • καλλιεργία
    • γεωργία
    • καλλιέργηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • ερήμωση
    • αμέλεια
    • εγκατάλειψη
    3
  4. Ορισμός
    • Η διαδικασία της καλλιέργειας της γης για την παραγωγή γεωργικών προϊόντων.
    • Η ενασχόληση με την καλλιέργεια φυτών ή ζώων.
    • Η ανάπτυξη και η βελτίωση κάποιου πράγματος μέσω φροντίδας και προσπάθειας.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η καλλιέργεια του σιταριού απαιτεί πολλή φροντίδα.
    • Ασχολείται με την καλλιέργεια ελαιόδεντρων.
    • Η καλλιέργεια των τεχνών είναι σημαντική για την πολιτιστική ανάπτυξη.
    3