1. Λέξη
    περιέργεια (ουσιαστικό) - (παρόμοια: περιφέρεια - περιπέτεια - περιέχω - παρενέργεια - καλλιέργεια)
  2. Συνώνυμα
    • απορία
    • έρευνα
    • ενδιαφέρον
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδιαφορία
    • αμέλεια
    2
  4. Ορισμός
    • Η επιθυμία να μάθει κανείς ή να γνωρίσει κάτι που δεν γνωρίζει ή δεν καταλαβαίνει.
    • Μια ιδιότητα που χαρακτηρίζει κάποιον που ενδιαφέρεται για πράγματα που δεν τον αφορούν άμεσα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η περιέργεια του για τα μυστήρια του σύμπαντος τον οδήγησε να γίνει αστρονόμος.
    • Η περιέργεια της μικρής κοπέλας για το τι υπάρχει μέσα στο κουτί ήταν ακατάσχετη.
    2