Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περιέργεια (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
περιφέρεια
-
περιπέτεια
-
περιέχω
-
παρενέργεια
-
καλλιέργεια
)
Συνώνυμα
απορία
έρευνα
ενδιαφέρον
3
Αντώνυμα
αδιαφορία
αμέλεια
2
Ορισμός
Η επιθυμία να μάθει κανείς ή να γνωρίσει κάτι που δεν γνωρίζει ή δεν καταλαβαίνει.
Μια ιδιότητα που χαρακτηρίζει κάποιον που ενδιαφέρεται για πράγματα που δεν τον αφορούν άμεσα.
2
Παραδείγματα
Η περιέργεια του για τα μυστήρια του σύμπαντος τον οδήγησε να γίνει αστρονόμος.
Η περιέργεια της μικρής κοπέλας για το τι υπάρχει μέσα στο κουτί ήταν ακατάσχετη.
2