Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καλύβα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καλύψω
-
καλύπτω
)
Συνώνυμα
καταφύγιο
αυλάκι
κατασκήνωση
3
Αντώνυμα
ανάκτορο
μεγαλοκατοικία
πύργος
3
Ορισμός
Μικρή και απλή κατασκευή, συνήθως από ξύλο ή άλλα φυσικά υλικά, που χρησιμοποιείται ως προσωρινό καταφύγιο ή κατοικία.
Απλό κτίσμα σε αγροτικές περιοχές, συχνά χρησιμοποιούμενο από βοσκούς ή αγρότες.
2
Παραδείγματα
Οι βοσκοί χτίσαν μια καλύβα για να περάσουν τη νύχτα.
Η καλύβα στο βουνό ήταν το μοναδικό καταφύγιο από τη βροχή.
2