1. Λέξη
    καλύβα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καλύψω - καλύπτω)
  2. Συνώνυμα
    • καταφύγιο
    • αυλάκι
    • κατασκήνωση
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανάκτορο
    • μεγαλοκατοικία
    • πύργος
    3
  4. Ορισμός
    • Μικρή και απλή κατασκευή, συνήθως από ξύλο ή άλλα φυσικά υλικά, που χρησιμοποιείται ως προσωρινό καταφύγιο ή κατοικία.
    • Απλό κτίσμα σε αγροτικές περιοχές, συχνά χρησιμοποιούμενο από βοσκούς ή αγρότες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι βοσκοί χτίσαν μια καλύβα για να περάσουν τη νύχτα.
    • Η καλύβα στο βουνό ήταν το μοναδικό καταφύγιο από τη βροχή.
    2