Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καλύψω (ρήμα) - (παρόμοια:
ανακαλύψω
-
καλύβα
-
καλύπτω
)
Συνώνυμα
σκεπάζω
κρύβω
καμουφλάρω
3
Αντώνυμα
αποκαλύπτω
ξεσκεπάζω
φανερώνω
3
Ορισμός
Καταστέλλω κάτι από την όραση ή την αντίληψη κάποιου.
Παρακρατώ ή αποσιωπώ πληροφορίες ή γεγονότα.
Προστατεύω κάτι από εξωτερικές επιδράσεις.
3
Παραδείγματα
Η ομίχλη καλύπτει τα βουνά.
Προσπάθησε να καλύψει τα λάθη του.
Χρησιμοποίησε ένα πανί για να καλύψει τα έπιπλα από τη σκόνη.
3