1. Λέξη
    καλύπτω (ρήμα) - (παρόμοια: καλύπτομαι - αποκαλύπτω - ανακαλύπτω - καλύψω - καλύβα)
  2. Συνώνυμα
    • σκεπάζω
    • κρύβω
    • καμουφλάρω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποκαλύπτω
    • ξεσκεπάζω
    • εμφανίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Καλύπτω σημαίνει να καλύπτω κάτι με ένα υλικό ή να το κρύβω από την όραση.
    • Μπορεί επίσης να σημαίνει την προστασία ή την απόκρυψη πληροφοριών ή γεγονότων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η χιονόστρωση καλύπτει τα βουνά τον χειμώνα.
    • Η κυβέρνηση προσπάθησε να καλύψει το σκάνδαλο.
    2