Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καλύπτω (ρήμα) - (παρόμοια:
καλύπτομαι
-
αποκαλύπτω
-
ανακαλύπτω
-
καλύψω
-
καλύβα
)
Συνώνυμα
σκεπάζω
κρύβω
καμουφλάρω
3
Αντώνυμα
αποκαλύπτω
ξεσκεπάζω
εμφανίζω
3
Ορισμός
Καλύπτω σημαίνει να καλύπτω κάτι με ένα υλικό ή να το κρύβω από την όραση.
Μπορεί επίσης να σημαίνει την προστασία ή την απόκρυψη πληροφοριών ή γεγονότων.
2
Παραδείγματα
Η χιονόστρωση καλύπτει τα βουνά τον χειμώνα.
Η κυβέρνηση προσπάθησε να καλύψει το σκάνδαλο.
2