1. Λέξη
    καμπίνα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καραμπίνα - καμπίρ - κομπίνα - καμπάνα - καμπ - καμπή - καμπάρ)
  2. Συνώνυμα
    • θάλαμος
    • δωμάτιο
    • αποθήκη
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανοιχτός χώρος
    • εξωτερικός χώρος
    2
  4. Ορισμός
    • Μικρός κλειστός χώρος που χρησιμοποιείται για συγκεκριμένους σκοπούς, όπως για διαμονή, αποθήκευση ή εργασία.
    • Χώρος σε πλοίο ή αεροσκάφος που χρησιμοποιείται για διαμονή ή εργασία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η καμπίνα του πλοίου ήταν μικρή αλλά άνετη.
    • Οι εργαζόμενοι χρησιμοποιούν την καμπίνα για να αποθηκεύουν τα εργαλεία τους.
    2