Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καμπίνα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καραμπίνα
-
καμπίρ
-
κομπίνα
-
καμπάνα
-
καμπ
-
καμπή
-
καμπάρ
)
Συνώνυμα
θάλαμος
δωμάτιο
αποθήκη
3
Αντώνυμα
ανοιχτός χώρος
εξωτερικός χώρος
2
Ορισμός
Μικρός κλειστός χώρος που χρησιμοποιείται για συγκεκριμένους σκοπούς, όπως για διαμονή, αποθήκευση ή εργασία.
Χώρος σε πλοίο ή αεροσκάφος που χρησιμοποιείται για διαμονή ή εργασία.
2
Παραδείγματα
Η καμπίνα του πλοίου ήταν μικρή αλλά άνετη.
Οι εργαζόμενοι χρησιμοποιούν την καμπίνα για να αποθηκεύουν τα εργαλεία τους.
2