Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καμπαναριό (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καμπανάκι
-
καμπαρέ
)
Συνώνυμα
κουδούνι
καμπάνα
2
Αντώνυμα
σιωπή
ησυχία
2
Ορισμός
Μεγάλο μεταλλικό κουσούρι που κρέμεται συνήθως σε καμπαναριό και χρησιμοποιείται για να κάνει ήχο, συχνά σε εκκλησίες.
Ο ήχος που παράγεται από ένα καμπαναριό.
2
Παραδείγματα
Το καμπαναριό της εκκλησίας χτυπούσε δυνατά κάθε Κυριακή.
Άκουσα το καμπαναριό να ηχεί μακριά.
2