1. Λέξη
    καμπαρέ (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καμπ - καρέ - καμπή - καμπανάκι - καμπίρ - καμπάρ - καμπαναριό)
  2. Συνώνυμα
    • μπαρ
    • κλαμπ
    • διασκέδαση
    3
  3. Αντώνυμα
    • ησυχία
    • μοναξιά
    2
  4. Ορισμός
    • Μουσικό κέντρο διασκέδασης όπου οι άνθρωποι πηγαίνουν για να ακούσουν μουσική, να χορέψουν και να πιουν ποτά.
    • Μια μορφή ψυχαγωγίας που περιλαμβάνει ζωντανή μουσική και χορό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πήγαμε σε μια καμπαρέ χθες το βράδυ και περάσαμε υπέροχα.
    • Η καμπαρέ αυτή είναι πολύ δημοφιλής στους νέους.
    2