Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καμπούρα (επίθετο) - (παρόμοια:
καμπ
-
καμπή
-
πούρα
)
Συνώνυμα
κυρτός
καμπυλωμένος
λοξός
3
Αντώνυμα
ίσιος
ευθύς
ομαλός
3
Ορισμός
που έχει κυρτό σχήμα
που δεν είναι ευθύς αλλά έχει κάποια καμπή
που παρουσιάζει ανωμαλία ή στρέβλωση
3
Παραδείγματα
Η καμπούρα πλάτη του τον έκανε να φαίνεται πιο γέρος.
Ο δρόμος ήταν καμπούρα και δύσκολος για οδήγηση.
Το καμπούρα κλαδί του δέντρου έδινε μια ιδιαίτερη αίσθηση.
3