1. Λέξη
    καμπούρα (επίθετο) - (παρόμοια: καμπ - καμπή - πούρα)
  2. Συνώνυμα
    • κυρτός
    • καμπυλωμένος
    • λοξός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ίσιος
    • ευθύς
    • ομαλός
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει κυρτό σχήμα
    • που δεν είναι ευθύς αλλά έχει κάποια καμπή
    • που παρουσιάζει ανωμαλία ή στρέβλωση
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η καμπούρα πλάτη του τον έκανε να φαίνεται πιο γέρος.
    • Ο δρόμος ήταν καμπούρα και δύσκολος για οδήγηση.
    • Το καμπούρα κλαδί του δέντρου έδινε μια ιδιαίτερη αίσθηση.
    3