1. Λέξη
    καπνιστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καπνιστός - καθαριστής - ξενιστής - κομμουνιστής)
  2. Συνώνυμα
    • καπνιζόμενος
    • τσιγαροφάγος
    2
  3. Αντώνυμα
    • μη καπνιστής
    • αγύμναστος
    2
  4. Ορισμός
    • Άτομο που καπνίζει τακτικά τσιγάρα ή άλλα καπνιστικά προϊόντα.
    • Πρόσωπο που έχει τη συνήθεια του καπνίσματος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο καπνιστής έκαπνιζε ένα τσιγάρο έξω από το εστιατόριο.
    • Πολλοί καπνιστές προσπαθούν να κόψουν το κάπνισμα λόγω των επιπτώσεων στην υγεία.
    2