Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καπνιστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καπνιστός
-
καθαριστής
-
ξενιστής
-
κομμουνιστής
)
Συνώνυμα
καπνιζόμενος
τσιγαροφάγος
2
Αντώνυμα
μη καπνιστής
αγύμναστος
2
Ορισμός
Άτομο που καπνίζει τακτικά τσιγάρα ή άλλα καπνιστικά προϊόντα.
Πρόσωπο που έχει τη συνήθεια του καπνίσματος.
2
Παραδείγματα
Ο καπνιστής έκαπνιζε ένα τσιγάρο έξω από το εστιατόριο.
Πολλοί καπνιστές προσπαθούν να κόψουν το κάπνισμα λόγω των επιπτώσεων στην υγεία.
2