1. Λέξη
    καπνιστός (επίθετο) - (παρόμοια: καπνιστής - καθιστός - κουνιστός - καπνός - κλειστός)
  2. Συνώνυμα
    • καπνισμένος
    • αποξηραμένος
    2
  3. Αντώνυμα
    • φρέσκος
    • ωμός
    2
  4. Ορισμός
    • Που έχει υποστεί επεξεργασία με καπνό για τη συντήρηση ή τη γευστική του βελτίωση.
    • Που έχει γευστική ή οσμητική επίδραση από καπνό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο καπνιστός σολωμός είναι πολύ δημοφιλής στις σαλάτες.
    • Το καπνιστό τυρί έχει μια ιδιαίτερη γεύση.
    2