Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καπνιστός (επίθετο) - (παρόμοια:
καπνιστής
-
καθιστός
-
κουνιστός
-
καπνός
-
κλειστός
)
Συνώνυμα
καπνισμένος
αποξηραμένος
2
Αντώνυμα
φρέσκος
ωμός
2
Ορισμός
Που έχει υποστεί επεξεργασία με καπνό για τη συντήρηση ή τη γευστική του βελτίωση.
Που έχει γευστική ή οσμητική επίδραση από καπνό.
2
Παραδείγματα
Ο καπνιστός σολωμός είναι πολύ δημοφιλής στις σαλάτες.
Το καπνιστό τυρί έχει μια ιδιαίτερη γεύση.
2