Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καρφί (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καρφίτσα
-
καρφάκι
-
καρφώνω
-
καρό
-
καρέ
)
Συνώνυμα
πείρο
κατσαβίδι
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μικρό μεταλλικό αντικείμενο με αιχμηρή άκρη, που χρησιμοποιείται για να στερεώνει ή να συνδέει υλικά.
Σύμβολο που χρησιμοποιείται στη μουσική για να δηλώσει την αύξηση της διάρκειας ενός ήχου κατά το μισό.
2
Παραδείγματα
Χρειάστηκε ένα καρφί για να στερεώσει τον πίνακα στον τοίχο.
Στη παρτιτούρα, το καρφί δείχνει ότι ο ήχος πρέπει να κρατηθεί για περισσότερο χρόνο.
2