1. Λέξη
    καρφί (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καρφίτσα - καρφάκι - καρφώνω - καρό - καρέ)
  2. Συνώνυμα
    • πείρο
    • κατσαβίδι
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μικρό μεταλλικό αντικείμενο με αιχμηρή άκρη, που χρησιμοποιείται για να στερεώνει ή να συνδέει υλικά.
    • Σύμβολο που χρησιμοποιείται στη μουσική για να δηλώσει την αύξηση της διάρκειας ενός ήχου κατά το μισό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Χρειάστηκε ένα καρφί για να στερεώσει τον πίνακα στον τοίχο.
    • Στη παρτιτούρα, το καρφί δείχνει ότι ο ήχος πρέπει να κρατηθεί για περισσότερο χρόνο.
    2