1. Λέξη
    καρφώνω (ρήμα) - (παρόμοια: καρφώνομαι - καρφί)
  2. Συνώνυμα
    • καθηλώνω
    • περνάω με καρφί
    • στυλώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεκαρφώνω
    • αφαιρώ
    2
  4. Ορισμός
    • Στερεώνω κάτι με καρφί ή παρόμοιο αντικείμενο.
    • Κολλάω ή προσκολλώ κάτι σε επιφάνεια με τη χρήση καρφιού.
    • Μεταφορικά, εδραιώνω μια ιδέα ή μια κατάσταση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να καρφώσεις τον πίνακα στον τοίχο για να μην πέσει.
    • Ο δάσκαλος καρφώνει την προσοχή των μαθητών με τις ενδιαφέρουσες αφηγήσεις του.
    • Καρφώσαμε την τέντα στο έδαφος για να μην φύγει με τον άνεμο.
    3