Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καρφώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
καρφώνομαι
-
καρφί
)
Συνώνυμα
καθηλώνω
περνάω με καρφί
στυλώνω
3
Αντώνυμα
ξεκαρφώνω
αφαιρώ
2
Ορισμός
Στερεώνω κάτι με καρφί ή παρόμοιο αντικείμενο.
Κολλάω ή προσκολλώ κάτι σε επιφάνεια με τη χρήση καρφιού.
Μεταφορικά, εδραιώνω μια ιδέα ή μια κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να καρφώσεις τον πίνακα στον τοίχο για να μην πέσει.
Ο δάσκαλος καρφώνει την προσοχή των μαθητών με τις ενδιαφέρουσες αφηγήσεις του.
Καρφώσαμε την τέντα στο έδαφος για να μην φύγει με τον άνεμο.
3