1. Λέξη
    καρφώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια: καρφώνω - συμμορφώνομαι - μεταμορφώνομαι - χώνομαι - καθομαι - κλειδώνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • προσκολλώμαι
    • κολλώ
    • προσδένομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποκολλώμαι
    • ξεκολλώ
    • αποσπώμαι
    3
  4. Ορισμός
    • Ενώνω ή στερεώνω κάτι με καρφιά ή παρόμοια μέσα.
    • Μεταφορικά, αναφέρεται στην πράξη του να εμπλέκεσαι σε μια κατάσταση ή θέμα χωρίς δυνατότητα αποχώρησης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ξύλινος πίνακας καρφώθηκε στον τοίχο.
    • Μετά από αυτή τη συζήτηση, καρφώθηκα με το πρόβλημα και δεν μπορούσα να το αγνοήσω.
    2