Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καρφώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
καρφώνω
-
συμμορφώνομαι
-
μεταμορφώνομαι
-
χώνομαι
-
καθομαι
-
κλειδώνομαι
)
Συνώνυμα
προσκολλώμαι
κολλώ
προσδένομαι
3
Αντώνυμα
αποκολλώμαι
ξεκολλώ
αποσπώμαι
3
Ορισμός
Ενώνω ή στερεώνω κάτι με καρφιά ή παρόμοια μέσα.
Μεταφορικά, αναφέρεται στην πράξη του να εμπλέκεσαι σε μια κατάσταση ή θέμα χωρίς δυνατότητα αποχώρησης.
2
Παραδείγματα
Ο ξύλινος πίνακας καρφώθηκε στον τοίχο.
Μετά από αυτή τη συζήτηση, καρφώθηκα με το πρόβλημα και δεν μπορούσα να το αγνοήσω.
2