1. Λέξη
    καρότο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καρότσι - καρό - καρότσα)
  2. Συνώνυμα
    • σταφυλόριζα
    • καρότο
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Εδώδιμη ρίζα φυτού, συνήθως πορτοκαλί χρώματος, πλούσια σε βιταμίνη Α.
    • Χρωστική ουσία που χρησιμοποιείται σε τρόφιμα και καλλυντικά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το καρότο είναι πολύ θρεπτικό και καλό για την όραση.
    • Η σαλάτα με καρότα και μαϊντανό είναι μια υγιεινή επιλογή.
    2