Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καρότο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καρότσι
-
καρό
-
καρότσα
)
Συνώνυμα
σταφυλόριζα
καρότο
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Εδώδιμη ρίζα φυτού, συνήθως πορτοκαλί χρώματος, πλούσια σε βιταμίνη Α.
Χρωστική ουσία που χρησιμοποιείται σε τρόφιμα και καλλυντικά.
2
Παραδείγματα
Το καρότο είναι πολύ θρεπτικό και καλό για την όραση.
Η σαλάτα με καρότα και μαϊντανό είναι μια υγιεινή επιλογή.
2