Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καρότσα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καρότσι
-
καρότο
-
καρό
-
καρφίτσα
)
Συνώνυμα
καροτσάκι
καροτσίνι
καρούλι
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μικρό καρότσι που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά ελαφρών φορτίων.
Μικρή μεταλλική ή ξύλινη κατασκευή με τροχούς που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση αντικειμένων.
2
Παραδείγματα
Η γιαγιά χρησιμοποιεί μια καρότσα για να μεταφέρει τα ψώνια από την αγορά.
Ο μικρός Γιάννης έσπρωχνε την καρότσα του με τα παιχνίδια του στον κήπο.
2