1. Λέξη
    καρότσα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καρότσι - καρότο - καρό - καρφίτσα)
  2. Συνώνυμα
    • καροτσάκι
    • καροτσίνι
    • καρούλι
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μικρό καρότσι που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά ελαφρών φορτίων.
    • Μικρή μεταλλική ή ξύλινη κατασκευή με τροχούς που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση αντικειμένων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η γιαγιά χρησιμοποιεί μια καρότσα για να μεταφέρει τα ψώνια από την αγορά.
    • Ο μικρός Γιάννης έσπρωχνε την καρότσα του με τα παιχνίδια του στον κήπο.
    2