Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καρότσι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καρότσα
-
καρότο
-
καράτσι
-
καρό
)
Συνώνυμα
καροτσάκι
βαγόνι
αρότρι
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ένα μικρό όχημα με τροχούς που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά αγαθών ή υλικών.
Μέρος ενός μεγαλύτερου οχήματος, όπως ένα βαγόνι τρένου, που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά φορτίου.
2
Παραδείγματα
Ο αγρότης γέμισε το καρότσι με σιτάρι.
Το καρότσι του τρένου ήταν γεμάτο με ξύλα.
2