1. Λέξη
    καταβάλλω (ρήμα) - (παρόμοια: καταγγέλλω - αναβάλλω)
  2. Συνώνυμα
    • πληρώνω
    • εκτελώ
    • καταβάσω
    3
  3. Αντώνυμα
    • εισπράττω
    • αποφεύγω
    2
  4. Ορισμός
    • Πληρώνω ένα χρηματικό ποσό.
    • Κάνω μια προσπάθεια ή κόπο.
    • Ρίχνω κάτι κάτω, ρίχνω κάτι στο έδαφος.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να καταβάλλω το ενοίκιο κάθε μήνα.
    • Κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να ολοκληρώσει το έργο.
    • Ο αντίπαλος κατέβαλε τον πάγκο με μια δυνατή κίνηση.
    3