Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταβάλλω (ρήμα) - (παρόμοια:
καταγγέλλω
-
αναβάλλω
)
Συνώνυμα
πληρώνω
εκτελώ
καταβάσω
3
Αντώνυμα
εισπράττω
αποφεύγω
2
Ορισμός
Πληρώνω ένα χρηματικό ποσό.
Κάνω μια προσπάθεια ή κόπο.
Ρίχνω κάτι κάτω, ρίχνω κάτι στο έδαφος.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να καταβάλλω το ενοίκιο κάθε μήνα.
Κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να ολοκληρώσει το έργο.
Ο αντίπαλος κατέβαλε τον πάγκο με μια δυνατή κίνηση.
3