Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναβάλλω (ρήμα) - (παρόμοια:
αναβάλω
-
αναβάλουμε
-
αποβάλλω
-
ανατέλλω
-
ξαναβάλω
-
αναβάτης
-
βάλλω
-
καταβάλλω
-
αναγγέλλω
-
αμφιβάλλω
)
Συνώνυμα
καθυστερώ
αποβάλλω
αποσιωπώ
3
Αντώνυμα
επιταχύνω
προχωρώ
συνεχίζω
3
Ορισμός
Παρατάω κάτι για αργότερο.
Δεν εκτελώ μια δραστηριότητα την προβλεπόμενη στιγμή.
Αφήνω κάτι να γίνει σε μεταγενέστερο χρόνο.
3
Παραδείγματα
Αναβάλλω το ταξίδι μου λόγω καιρού.
Η συνάντηση αναβλήθηκε για την επόμενη εβδομάδα.
Αναβάλλω συνεχώς την απόφασή μου.
3