Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταδίωξη (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καταδίδω
-
καταδίκη
-
καταδώσω
)
Συνώνυμα
κυνήγι
αναζήτηση
καταδίωξη
3
Αντώνυμα
αποφυγή
αποχή
απέχεια
3
Ορισμός
Η ενέργεια του να κυνηγάς κάποιον ή κάτι με σκοπό να τον/την πιάσεις ή να τον/την σταματήσεις.
Η επίμονη προσπάθεια να επιτευχθεί κάτι.
2
Παραδείγματα
Η αστυνομία ξεκίνησε καταδίωξη του ύποπτου.
Η καταδίωξη της αλήθειας είναι συχνά δύσκολη.
2