Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταδίδω (ρήμα) - (παρόμοια:
καταδίκη
-
καταδίωξη
-
καταδώσω
-
μεταδίδω
-
καταδότης
-
καταδιώκω
)
Συνώνυμα
προδίδω
καταγγέλλω
εμπαίζω
3
Αντώνυμα
προστατεύω
υπερασπίζομαι
υποστηρίζω
3
Ορισμός
Παραδίδω κάποιον στις αρχές ή σε κάποιον εχθρό.
Αποκαλύπτω μυστικές ή ενοχοποιητικές πληροφορίες για κάποιον.
2
Παραδείγματα
Ο φίλος του τον κατέδωσε στην αστυνομία.
Δεν πρέπει να καταδίδεις τα μυστικά των άλλων.
2