Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταδίκη (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καταδίδω
-
καταδίωξη
-
καταδώσω
-
καταδότης
-
καταδιώκω
)
Συνώνυμα
κατακραυγή
καταγγελία
κατακριτική απόφαση
3
Αντώνυμα
αθώωση
απαλλαγή
απονομή δικαιοσύνης
3
Ορισμός
Η επίσημη δικαστική απόφαση που κρίνει κάποιον ένοχο για μια κατηγορία.
Η διαδικασία ή η πράξη της κατακρίσεως κάποιου για μια πράξη ή συμπεριφορά.
2
Παραδείγματα
Η καταδίκη του κατηγορουμένου για κλοπή προκάλεσε έκπληξη.
Μετά από μακρά δίκη, ακολούθησε η καταδίκη του για απάτη.
2