1. Λέξη
    καταδικάζομαι (ρήμα) - (παρόμοια: καταδικάζω - δικάζομαι - καταδικάσω - κατασκευάζομαι - καταδικαστώ)
  2. Συνώνυμα
    • κατακρίνομαι
    • καταδικάζω
    • καταγγέλλομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αθωώνομαι
    • απαλλάσσομαι
    • εξαγνίζομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να δέχομαι επίσημη καταδίκη για κάτι που έχω κάνει.
    • Να θεωρούμαι ένοχος ή να με κρίνουν αυστηρά για κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Καταδικάστηκε για την εμπλοκή του στη διαφθορά.
    • Η συμπεριφορά του καταδικάστηκε από όλους τους παρευρισκόμενους.
    2