Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατασκευάζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
κατασκευάζω
-
κατασκευάσω
-
κατασκευή
-
καταδικάζομαι
-
κατασκευαστής
-
καταστρέφομαι
)
Συνώνυμα
δημιουργώ
φτιάχνω
συναρμολογώ
3
Αντώνυμα
καταστρέφω
χαλώ
διαλύω
3
Ορισμός
να δημιουργήσω κάτι, συνήθως με συγκεκριμένο σκοπό ή σχέδιο
να συναρμολογήσω ή να φτιάξω κάτι από διάφορα μέρη ή υλικά
2
Παραδείγματα
Η εταιρεία κατασκευάζει αυτοκίνητα υψηλής ποιότητας.
Ο μηχανικός κατασκευάζει ένα νέο μοντέλο γέφυρας.
2