1. Συνώνυμα
    • καταδικάζω
    • κατακρίνω
    • εγκαταλείπω
    3
  2. Αντώνυμα
    • αθωώνω
    • απαλλάσσω
    • συγχωρώ
    3
  3. Ορισμός
    • Να κρίνω κάποιον ένοχο και να του επιβάλλω ποινή.
    • Να αποδοκιμάζω κάτι έντονα.
    • Να καταδικάζω κάποιον σε μια δυσάρεστη κατάσταση.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο δικαστής θα καταδικάσει τον κατηγορούμενο για την πράξη του.
    • Η κοινωνία συχνά καταδικάζει αυτούς που διαφέρουν.
    • Οι συνθήκες τον κατέδικασαν σε μια ζωή φτώχειας.
    3