Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταδικαστώ (ρήμα) - (παρόμοια:
καταδικασμένος
-
καταδικάσω
-
καταδικάζω
-
δικαστώ
-
καταδιώκω
-
καταδικάζομαι
)
Συνώνυμα
καταδικάζω
κατακρίνω
εγκαταλείπω
3
Αντώνυμα
αθωώνω
απαλλάσσω
συγχωρώ
3
Ορισμός
Να κρίνω κάποιον ένοχο και να του επιβάλλω ποινή.
Να αποδοκιμάζω κάτι έντονα.
Να καταδικάζω κάποιον σε μια δυσάρεστη κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Ο δικαστής θα καταδικάσει τον κατηγορούμενο για την πράξη του.
Η κοινωνία συχνά καταδικάζει αυτούς που διαφέρουν.
Οι συνθήκες τον κατέδικασαν σε μια ζωή φτώχειας.
3