Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταδρομικό (επίθετο) - (παρόμοια:
καταδρομέας
-
καταδιωκτικό
)
Συνώνυμα
ταχύπλοο
ελαφρύ
γρήγορο
3
Αντώνυμα
αργό
βαρύ
σταθερό
3
Ορισμός
Που σχετίζεται με γρήγορη και ευέλικτη κίνηση, ιδιαίτερα σε σχέση με πλοία ή οχήματα.
Που χαρακτηρίζεται από ταχύτητα και ευκολία στην εκτέλεση εργασιών.
2
Παραδείγματα
Το καταδρομικό σκάφος μπήκε γρήγορα στο λιμάνι.
Η καταδρομική μονάδα έκανε γρήγορη επίθεση.
2