1. Λέξη
    καταδρομικό (επίθετο) - (παρόμοια: καταδρομέας - καταδιωκτικό)
  2. Συνώνυμα
    • ταχύπλοο
    • ελαφρύ
    • γρήγορο
    3
  3. Αντώνυμα
    • αργό
    • βαρύ
    • σταθερό
    3
  4. Ορισμός
    • Που σχετίζεται με γρήγορη και ευέλικτη κίνηση, ιδιαίτερα σε σχέση με πλοία ή οχήματα.
    • Που χαρακτηρίζεται από ταχύτητα και ευκολία στην εκτέλεση εργασιών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το καταδρομικό σκάφος μπήκε γρήγορα στο λιμάνι.
    • Η καταδρομική μονάδα έκανε γρήγορη επίθεση.
    2