1. Λέξη
    καταδρομέας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καταδρομικό - δρομέας - επιδρομέας)
  2. Συνώνυμα
    • εισβολέας
    • εφόδου
    • επιδρομέας
    3
  3. Αντώνυμα
    • υπερασπιστής
    • αμυνόμενος
    2
  4. Ορισμός
    • Πολεμικό πλοίο που χρησιμοποιείται για γρήγορες επιθέσεις.
    • Στρατιωτικός που εκτελεί αιφνιδιαστικές επιθέσεις.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο καταδρομέας επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στο εχθρικό λιμάνι.
    • Οι καταδρομείς πέρασαν απαρατήρητοι μέσα στη νύχτα.
    2