Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταδρομέας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καταδρομικό
-
δρομέας
-
επιδρομέας
)
Συνώνυμα
εισβολέας
εφόδου
επιδρομέας
3
Αντώνυμα
υπερασπιστής
αμυνόμενος
2
Ορισμός
Πολεμικό πλοίο που χρησιμοποιείται για γρήγορες επιθέσεις.
Στρατιωτικός που εκτελεί αιφνιδιαστικές επιθέσεις.
2
Παραδείγματα
Ο καταδρομέας επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στο εχθρικό λιμάνι.
Οι καταδρομείς πέρασαν απαρατήρητοι μέσα στη νύχτα.
2