1. Λέξη
    καταδιωκτικό (επίθετο) - (παρόμοια: καταπληκτικό - καταστατικό - καταδρομικό - καταδιώκω)
  2. Συνώνυμα
    • διωκτικό
    • επαγόμενο
    • προκλητικό
    3
  3. Αντώνυμα
    • αμυντικό
    • προστατευτικό
    • αποτρεπτικό
    3
  4. Ορισμός
    • Που έχει σκοπό την καταδίωξη ή την επίθεση.
    • Που προκαλεί ή εμπνέει δράση ή αντίδραση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το καταδιωκτικό ύφος του άρθρου προκάλεσε αντιδράσεις.
    • Η ομάδα υιοθέτησε καταδιωκτική τακτική για να κερδίσει το παιχνίδι.
    2