Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταδιωκτικό (επίθετο) - (παρόμοια:
καταπληκτικό
-
καταστατικό
-
καταδρομικό
-
καταδιώκω
)
Συνώνυμα
διωκτικό
επαγόμενο
προκλητικό
3
Αντώνυμα
αμυντικό
προστατευτικό
αποτρεπτικό
3
Ορισμός
Που έχει σκοπό την καταδίωξη ή την επίθεση.
Που προκαλεί ή εμπνέει δράση ή αντίδραση.
2
Παραδείγματα
Το καταδιωκτικό ύφος του άρθρου προκάλεσε αντιδράσεις.
Η ομάδα υιοθέτησε καταδιωκτική τακτική για να κερδίσει το παιχνίδι.
2