Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατακτώ (ρήμα) - (παρόμοια:
κατακτήσω
-
κατακτητής
-
καταντώ
-
κατακλύω
-
καταζητώ
-
καταπακτή
-
κατακόμβη
-
κατακρίνω
-
κατακλείδα
)
Συνώνυμα
καταλαμβάνω
κατακυριεύω
υποτάσσω
3
Αντώνυμα
ελευθερώνω
απελευθερώνω
χάνω
3
Ορισμός
Να αποκτώ τον έλεγχο ενός τόπου ή μιας περιοχής μέσω βίας ή πολέμου.
Να επιτυγχάνω κάτι με μεγάλη προσπάθεια ή δυσκολία.
Να καταφέρνω να κερδίσω ή να αποκτήσω κάτι που επιθυμώ.
3
Παραδείγματα
Ο στρατός κατάφερε να κατακτήσει την πόλη μετά από μακρά πολιορκία.
Με σκληρή δουλειά, κατάφερε να κατακτήσει μια θέση στη διοίκηση της εταιρείας.
Οι αθλητές προσπαθούν να κατακτήσουν το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
3