1. Συνώνυμα
    • καταλαμβάνω
    • κατακυριεύω
    • υποτάσσω
    3
  2. Αντώνυμα
    • ελευθερώνω
    • απελευθερώνω
    • χάνω
    3
  3. Ορισμός
    • Να αποκτώ τον έλεγχο ενός τόπου ή μιας περιοχής μέσω βίας ή πολέμου.
    • Να επιτυγχάνω κάτι με μεγάλη προσπάθεια ή δυσκολία.
    • Να καταφέρνω να κερδίσω ή να αποκτήσω κάτι που επιθυμώ.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο στρατός κατάφερε να κατακτήσει την πόλη μετά από μακρά πολιορκία.
    • Με σκληρή δουλειά, κατάφερε να κατακτήσει μια θέση στη διοίκηση της εταιρείας.
    • Οι αθλητές προσπαθούν να κατακτήσουν το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
    3