Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταλάβω (ρήμα) - (παρόμοια:
καταλήξω
-
καταλίνα
-
καταλήγω
-
καταλύτης
-
καταλήξει
)
Συνώνυμα
κατανοώ
αντιλαμβάνομαι
συλλαμβάνω
3
Αντώνυμα
αγνοώ
παρεξηγώ
2
Ορισμός
Να αντιληφθώ ή να κατανοήσω κάτι πλήρως.
Να πιάσω ή να κυριεύσω έναν χώρο ή μια θέση.
2
Παραδείγματα
Τελικά κατάλαβα τι εννοούσες.
Οι στρατιώτες κατάλαβαν την πόλη χωρίς αντίσταση.
2