1. Λέξη
    καταλάβω (ρήμα) - (παρόμοια: καταλήξω - καταλίνα - καταλήγω - καταλύτης - καταλήξει)
  2. Συνώνυμα
    • κατανοώ
    • αντιλαμβάνομαι
    • συλλαμβάνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοώ
    • παρεξηγώ
    2
  4. Ορισμός
    • Να αντιληφθώ ή να κατανοήσω κάτι πλήρως.
    • Να πιάσω ή να κυριεύσω έναν χώρο ή μια θέση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τελικά κατάλαβα τι εννοούσες.
    • Οι στρατιώτες κατάλαβαν την πόλη χωρίς αντίσταση.
    2