Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταλύτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καταδότης
-
καταψύκτης
-
καταρράκτης
-
καταλήγω
-
καταλήξω
-
καταλίνα
-
καταλάβω
)
Συνώνυμα
προωθητής
υποκινητής
ερεθιστής
3
Αντώνυμα
ανασταλτικός
αναστολέας
2
Ορισμός
Ουσία ή παράγοντας που επιταχύνει μια χημική αντίδραση χωρίς να καταναλώνεται.
Πρόσωπο ή πράγμα που προκαλεί ή επιταχύνει μια αλλαγή ή εξέλιξη.
2
Παραδείγματα
Ο πλατίνας χρησιμοποιείται συχνά ως καταλύτης σε διάφορες χημικές διεργασίες.
Ο νέος διευθυντής ήταν ο καταλύτης για τις θετικές αλλαγές στην εταιρεία.
2