Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταλήξω (ρήμα) - (παρόμοια:
καταλήξει
-
καταλήγω
-
καταλίνα
-
καταλάβω
-
καταλύτης
)
Συνώνυμα
τελειώνω
ολοκληρώνω
φτάνω στο τέλος
3
Αντώνυμα
ξεκινώ
αρχίζω
εγκαινιάζω
3
Ορισμός
Φτάνω στο τέλος μιας διαδικασίας ή ενός γεγονότος.
Καταλήγω σε ένα συγκεκριμένο σημείο ή κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Η ιστορία καταλήγει με ένα αιφνιδιασμό.
Μετά από ώρες συζήτησης, καταλήξαμε σε μια κοινή απόφαση.
2