1. Λέξη
    κατανοητός (επίθετο) - (παρόμοια: κατανοώ - κατανομή - κατανοήσω - καταντώ)
  2. Συνώνυμα
    • ευκολονόητος
    • σαφής
    • προσιτός
    3
  3. Αντώνυμα
    • δυσνόητος
    • ασαφής
    • δύσκολος
    3
  4. Ορισμός
    • Εύκολος στην κατανόηση ή στην εξήγηση.
    • Που μπορεί να γίνει αντιληπτός ή κατανοητός χωρίς δυσκολία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εξήγηση του καθηγητή ήταν πολύ κατανοητή.
    • Το κείμενο ήταν γραμμένο με τρόπο που το έκανε κατανοητό ακόμα και στους αρχάριους.
    2