Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατανοητός (επίθετο) - (παρόμοια:
κατανοώ
-
κατανομή
-
κατανοήσω
-
καταντώ
)
Συνώνυμα
ευκολονόητος
σαφής
προσιτός
3
Αντώνυμα
δυσνόητος
ασαφής
δύσκολος
3
Ορισμός
Εύκολος στην κατανόηση ή στην εξήγηση.
Που μπορεί να γίνει αντιληπτός ή κατανοητός χωρίς δυσκολία.
2
Παραδείγματα
Η εξήγηση του καθηγητή ήταν πολύ κατανοητή.
Το κείμενο ήταν γραμμένο με τρόπο που το έκανε κατανοητό ακόμα και στους αρχάριους.
2