Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατανοώ (ρήμα) - (παρόμοια:
κατανομή
-
κατανοήσω
-
κατανοητός
-
καταντώ
-
καταντάω
-
κατανόηση
-
κατανάλωση
-
καταναλώνω
)
Συνώνυμα
αντιλαμβάνομαι
καταλαβαίνω
εννοώ
3
Αντώνυμα
αγνοώ
παρεξηγώ
2
Ορισμός
Να αντιλαμβάνομαι με τη σκέψη ή τη διαίσθηση την ουσία ή το νόημα κάτι.
Να έχω την ικανότητα να αντιλαμβάνομαι ή να καταλαβαίνω κάτι.
2
Παραδείγματα
Κατάλαβα αμέσως τι εννοούσες.
Δεν καταλαβαίνω γιατί έκανες κάτι τέτοιο.
2