Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταπίστευμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καταπίνω
-
καταπίεση
)
Συνώνυμα
καταθετικό
κατάθεση
προκαταβολή
3
Αντώνυμα
ανάληψη
απόσυρση
2
Ορισμός
Ποσό χρημάτων που κατατίθεται σε τράπεζα ή άλλη χρηματοπιστωτική ίδρυμα.
Προκαταβολή που γίνεται ως εγγύηση για την εκτέλεση συμβολαίου ή αγοράς.
2
Παραδείγματα
Το καταπίστευμα για το νέο διαμέρισμα ήταν σημαντικό.
Η τράπεζα απαιτεί καταπίστευμα πριν από την έγκριση του δανείου.
2