1. Λέξη
    καταπίστευμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καταπίνω - καταπίεση)
  2. Συνώνυμα
    • καταθετικό
    • κατάθεση
    • προκαταβολή
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανάληψη
    • απόσυρση
    2
  4. Ορισμός
    • Ποσό χρημάτων που κατατίθεται σε τράπεζα ή άλλη χρηματοπιστωτική ίδρυμα.
    • Προκαταβολή που γίνεται ως εγγύηση για την εκτέλεση συμβολαίου ή αγοράς.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το καταπίστευμα για το νέο διαμέρισμα ήταν σημαντικό.
    • Η τράπεζα απαιτεί καταπίστευμα πριν από την έγκριση του δανείου.
    2