Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταπίεση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καταπίνω
-
καταπάτηση
-
καταπιώ
-
κατάθεση
-
καταπολέμηση
-
καταπίστευμα
)
Συνώνυμα
καταστολή
πίεση
αναστολή
3
Αντώνυμα
ελευθερία
απελευθέρωση
απελευθέρωση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να καταπιέζει κάποιος ή κάτι.
Η πολιτική ή κοινωνική πίεση που ασκείται σε μια ομάδα ανθρώπων.
2
Παραδείγματα
Η καταπίεση του λαού οδήγησε σε επανάσταση.
Η κυβέρνηση χρησιμοποίησε μέτρα καταπίεσης εναντίον των διαδηλωτών.
2