1. Λέξη
    καταπίεση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καταπίνω - καταπάτηση - καταπιώ - κατάθεση - καταπολέμηση - καταπίστευμα)
  2. Συνώνυμα
    • καταστολή
    • πίεση
    • αναστολή
    3
  3. Αντώνυμα
    • ελευθερία
    • απελευθέρωση
    • απελευθέρωση
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να καταπιέζει κάποιος ή κάτι.
    • Η πολιτική ή κοινωνική πίεση που ασκείται σε μια ομάδα ανθρώπων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η καταπίεση του λαού οδήγησε σε επανάσταση.
    • Η κυβέρνηση χρησιμοποίησε μέτρα καταπίεσης εναντίον των διαδηλωτών.
    2