1. Συνώνυμα
    • καταβροχθίζω
    • κατασφάζω
    • καταποντίζω
    3
  2. Αντώνυμα
    • ξεραίνω
    • αποβάλλω
    • αναδίδω
    3
  3. Ορισμός
    • Καταναλώνω κάτι, συνήθως τρόφιμο ή υγρό, με γρήγορες και μεγάλες μπουκιές.
    • Κατακλύζω ή καταπιέζω κάποιον ή κάτι με μεγάλη ποσότητα ή ένταση.
    • Καταστρέφω ή εξαφανίζω κάτι πλήρως.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο λύκος κατάπιε το κομμάτι κρέας με μία μπουκιά.
    • Η θάλασσα κατάπιε το πλοίο κατά τη διάρκεια της καταιγίδας.
    • Οι δαπάνες κατάπιαν όλη την οικονομία της οικογένειας.
    3