Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταπίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
καταπίεση
-
κατακρίνω
-
καταπιώ
-
καταλαβαίνω
-
καταπίστευμα
-
καταφέρνω
-
καταπακτή
-
κατεβαίνω
-
καταφθάνω
)
Συνώνυμα
καταβροχθίζω
κατασφάζω
καταποντίζω
3
Αντώνυμα
ξεραίνω
αποβάλλω
αναδίδω
3
Ορισμός
Καταναλώνω κάτι, συνήθως τρόφιμο ή υγρό, με γρήγορες και μεγάλες μπουκιές.
Κατακλύζω ή καταπιέζω κάποιον ή κάτι με μεγάλη ποσότητα ή ένταση.
Καταστρέφω ή εξαφανίζω κάτι πλήρως.
3
Παραδείγματα
Ο λύκος κατάπιε το κομμάτι κρέας με μία μπουκιά.
Η θάλασσα κατάπιε το πλοίο κατά τη διάρκεια της καταιγίδας.
Οι δαπάνες κατάπιαν όλη την οικονομία της οικογένειας.
3