Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταπατητής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κατακτητής
-
καταπακτή
)
Συνώνυμα
εισβολέας
παραβάτης
παρανομητής
3
Αντώνυμα
υπερασπιστής
προστάτης
φύλακας
3
Ορισμός
Πρόσωπο που εισέρχεται παράνομα σε χώρο ή περιουσία άλλου.
Πρόσωπο που παραβιάζει νόμους ή κανόνες.
2
Παραδείγματα
Ο καταπατητής μπήκε στο οικόπεδο χωρίς άδεια.
Οι καταπατητές παραβίασαν τους κανόνες της κοινότητας.
2