Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατακτητής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καταπατητής
-
κατακτώ
-
κατακτήσω
-
καταναλωτής
)
Συνώνυμα
νικητής
κυρίαρχος
κατακτητής
κυριευτής
4
Αντώνυμα
ηττημένος
χαμένος
υποτακτικός
3
Ορισμός
Αυτός που κατακτά, που επιτυγχάνει τη νίκη σε μάχη ή σε άλλο αγώνα.
Αυτός που υπόκειται σε κατακτήσεις, που καταλαμβάνει εδάφη ή κράτη.
2
Παραδείγματα
Ο Αλέξανδρος ο Μέγας ήταν ένας μεγάλος κατακτητής.
Οι Ρωμαίοι ήταν γνωστοί ως κατακτητές πολλών εδαφών.
2