1. Λέξη
    κατακτητής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καταπατητής - κατακτώ - κατακτήσω - καταναλωτής)
  2. Συνώνυμα
    • νικητής
    • κυρίαρχος
    • κατακτητής
    • κυριευτής
    4
  3. Αντώνυμα
    • ηττημένος
    • χαμένος
    • υποτακτικός
    3
  4. Ορισμός
    • Αυτός που κατακτά, που επιτυγχάνει τη νίκη σε μάχη ή σε άλλο αγώνα.
    • Αυτός που υπόκειται σε κατακτήσεις, που καταλαμβάνει εδάφη ή κράτη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο Αλέξανδρος ο Μέγας ήταν ένας μεγάλος κατακτητής.
    • Οι Ρωμαίοι ήταν γνωστοί ως κατακτητές πολλών εδαφών.
    2