1. Λέξη
    καταπακτή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κατακτήσω - καταπιώ - κατακτώ - καταπατητής - καταπίνω)
  2. Συνώνυμα
    • καταπακτής
    • παγίδα
    • παγίδα θανάτου
    3
  3. Αντώνυμα
    • έξοδος
    • διάδρομος
    • ασφαλής περιοχή
    3
  4. Ορισμός
    • Μια κρυφή θύρα ή άνοιγμα στο πάτωμα που οδηγεί σε υπόγειο χώρο ή σε άλλο δωμάτιο.
    • Μια παγίδα που είναι κρυμμένη και ανοίγει όταν κάποιος πατάει πάνω της.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι καταπακτές χρησιμοποιούνταν συχνά στα παλιά σπίτια για να κρύβουν πολύτιμα αντικείμενα.
    • Στην ταινία, ο ήρωας έπεσε σε μια καταπακτή που τον οδήγησε σε ένα μυστικό υπόγειο.
    2