Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταπληκτικό (επίθετο) - (παρόμοια:
καταπληκτικός
-
καταδιωκτικό
-
καταστατικό
)
Συνώνυμα
εξαιρετικό
φανταστικό
εξωπραγματικό
3
Αντώνυμα
κακό
άθλιο
απαίσιο
3
Ορισμός
Πολύ καλό, που προκαλεί έκπληξη και θαυμασμό.
Αυτό που ξεπερνά τα συνηθισμένα όρια της ποιότητας ή της απόδοσης.
2
Παραδείγματα
Η συναυλία ήταν καταπληκτική!
Έκανε μια καταπληκτική εμφάνιση στο πάρτι.
2